μάλα

μάλα
μᾰλα
1 greatly, really
a c. verb.

φιλεῖ δέ μιν Παλλὰς , μάλα φιλεῖ δὲ παῖς O. 2.27

μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον O. 10.87

μάλα δ' ἐθέλοντι σύμπειρον ἀγωνίᾳ θυμὸν ἀμφέπειν N. 7.10

Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος I. 6.67

separated from its verb,

ἦ μάλα δὴ μετὰ καὶ νῦν ὥτε φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ, παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας P. 4.64

b c. adj., part.

μιν αἰνέω, μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων O. 4.14

κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; P. 2.78

μάλα ἁδόντι νόῳ P. 6.51

τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι P. 9.107

μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

κ]αὶ μάλ' ἐπις[ Δ. 4a. 2.
c ? c. adv.

σφίσιν μάλα πρᾶξον δικαίως Pae. 8.12

2 comp., μᾶλλον, more,
a c. verb. καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 5.
b c. adj. in comparisons.

τεκεῖν μή τιν' πόλιν φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν Θήρωνος O. 2.93

ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.57

3 superl. μᾰλιστα, especially, most of all

ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει μάλιστ ἐσλοῖσιν ἐπ ἀλλοτρίοις P. 1.84

ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.35

ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.7

ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων” fr. 43. 2. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3. c. gen.,

μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι P. 6.23

τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45

τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.56

τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; I. 7.2 frag., ]μαλισταβ[ P. Oxy. 2445, fr. 21a.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μάλα — very indeclform (adverb) μάλᾱ , μάλη arm pit fem nom/voc/acc dual μάλᾱ , μάλη arm pit fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλα — Μάλᾱ , Μάλης masc nom/voc/acc dual Μάλης masc voc sg Μάλᾱ , Μάλης masc gen sg (doric aeolic) Μάλης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάλα — (Α μάλα) επίρρ. νεοελλ. (ενάρθρως) τα μάλα πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό αρχ. 1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ. β. «μάλ εὖ ἄμουσοι», Πλάτ. γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ …   Dictionary of Greek

  • μαλά — μᾱλά , μαλός white neut nom/voc/acc pl μᾱλά̱ , μαλός white fem nom/voc/acc dual μᾱλά̱ , μαλός white fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μᾶλα — μᾶλον neut nom/voc/acc pl μῆλον 2 apple neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαλὰ μακρία γνουν ὀλίγον. — См. У бабы волос долог, да ум короток …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μείδησε δὲ θυμῶ Σαρδάνιον μάλα τοῖον. — μείδησε δὲ θυμῶ Σαρδάνιον μάλα τοῖον. См. Сардонический смех …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλάκι καὶ κηπουρὸς ἀνὴρ μάλα καίριον εἴπεν. — См. Временем и дурак правду скажет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλάκι γαρ καὶ μωρὸς ἀνὴρ μάλα καίριον εἴπεν. — См. Временем и дурак правду скажет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μάλαπερ — Μάλᾱ , Μάλης masc nom/voc/acc dual Μάλα , Μάλης masc voc sg Μάλᾱ , Μάλης masc gen sg (doric aeolic) Μάλα , Μάλης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάλαπερ — μάλα , μάλα very indeclform (adverb) μάλᾱ , μάλη arm pit fem nom/voc/acc dual μάλᾱ , μάλη arm pit fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”